κλέψιμο
(ουσ. ουδ.)
κλέψιμο
[ˈklepsimo]
Γούρδ.
κλέψ̑ιμο
[ˈklepʃimο]
Φλογ.
κλέψιμου
[ˈklepsimu]
Μισθ.
κλέψ̑ιμα
[ˈklepʃima]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. κλέψιμο.
1. Κλοπή
ό.π.τ.
:
Σου κλέψιμου ντε πιανιόδουμιστι
(Στο κλέψιμο ήμασταν άπιαστοι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούλα είναι οπ' κλέψ̑ιμα
(Όλα είναι από κλεψιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
qαμπρού τσολιού το κλέψ̑ιμο ατέτ’ ’τονε
(Η κλοπή των ρούχων του γαμπρού ήταν έθιμο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντου μελό τ’νι τσόουν σου κλέψιμου για να γκιατσινdίσ’νι
(Το μυαλό τους ήταν στην κλοπή, για να βγάλουν τα προς το ζην)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κάπτημα, κλεψιμιό, σοϊτιέσιμα, χιρσιζλίκι
3. Κλοπιμαίο
Φάρασ.