ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλέψιμο (ουσ. ουδ.) κλέψιμο [ˈklepsimo] Γούρδ. κλέψ̑ιμο [ˈklepʃimο] Φλογ. κλέψιμου [ˈklepsimu] Μισθ. κλέψ̑ιμα [ˈklepʃima] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. κλέψιμο.
1. Κλοπή ό.π.τ. : Σου κλέψιμου ντε πιανιόδουμιστι (Στο κλέψιμο ήμασταν άπιαστοι) Μισθ. -Κοτσαν. Ούλα είναι οπ' κλέψ̑ιμα (Όλα είναι από κλεψιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. qαμπρού τσολιού το κλέψ̑ιμο ατέτ’ ’τονε (Η κλοπή των ρούχων του γαμπρού ήταν έθιμο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντου μελό τ’νι τσόουν σου κλέψιμου για να γκιατσινdίσ’νι (Το μυαλό τους ήταν στην κλοπή, για να βγάλουν τα προς το ζην) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κάπτημα, κλεψιμιό, σοϊτιέσιμα, χιρσιζλίκι
2. Λεηλασία Μισθ. Συνών. καπουσμάς, κατατάντεμα
3. Κλοπιμαίο Φάρασ.