κλοκίζω
(ρ.)
κλοκίζω
[kloˈcizo]
Αξ.
Από το ουσ. κολόκα, όπου και τύπ. κ’λόκα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Η λ. και Πόντ.
1. Κλωσσώ
:
Τ' ορνίγ̑' κλοκίζ̑'
(Η κότα κλωσσάει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Κάνω σαν κλώσσα