κλοκίτσα
(ουσ. θηλ.)
κλοκίτσα
[kloˈcitsa]
Αξ.
Από το ουσ. κολόκα, όπου και τύπ. κ'λόκα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Είδος χαμομηλιού
Συνών.
κολόκα