κλουφατουρντίζω
(ρ.)
κλουφατουρντίζου
[klufaturˈdizu]
Μισθ.
κλουφατουρτίζου
[klufaturˈtizu]
Μισθ.
Από το ρ. κλώθω και το τουρκ. ρ. durmak το οπ. σχηματίζει σύνθετα ρήματα που δηλώνουν την επανάληψη της ενέργειας που δηλώνει το α΄ ρηματικό συνθ. (π.χ. bakadurmak =βλέπω συνεχώς, yiyedurmak =τρώω συνεχώς). Ο τύπ. με επίδρ. του θ. κλουφ- του ουσ. κλωθάρα.
1. Περιστρέφω κάτι
ό.π.τ.
:
Κλουφαdουρτίζου κλουχάρα
(Περιστρέφω το αδράχτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ανακατεύω κάτι
ό.π.τ.
:
Ιτιά 'νταρά με ντα κλουφατουρντίεις
(Αυτά εδώ μην τα ανακατεύεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ανακατώνω, αναταράζω, αχταρντίζω :1, καριστιρντίζω, κλωθαρίζω