ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλουφατουρντίζω (ρ.) κλουφατουρντίζου [klufaturˈdizu] Μισθ. κλουφατουρτίζου [klufaturˈtizu] Μισθ. Από το ρ. κλώθω και το τουρκ. ρ. durmak το οπ. σχηματίζει σύνθετα ρήματα που δηλώνουν την επανάληψη της ενέργειας που δηλώνει το α΄ ρηματικό συνθ. (π.χ. bakadurmak =βλέπω συνεχώς, yiyedurmak =τρώω συνεχώς). Ο τύπ. με επίδρ. του θ. κλουφ- του ουσ. κλωθάρα.
1. Περιστρέφω κάτι ό.π.τ. : Κλουφαdουρτίζου κλουχάρα (Περιστρέφω το αδράχτι) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Ανακατεύω κάτι ό.π.τ. : Ιτιά 'νταρά με ντα κλουφατουρντίεις (Αυτά εδώ μην τα ανακατεύεις) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ανακατώνω, αναταράζω, αχταρντίζω :1, καριστιρντίζω, κλωθαρίζω