ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριστιρντίζω (ρ.) qαρι̂σ̑τι̂ρτίζω [qarɯʃtɯrˈtizo] Μαλακ. γαρισ̑τιρντίζου [ɣariʃtirˈdizu] Μισθ. γαρισ̑τουρντίζω [ɣariʃturˈdizo] Αφσάρ. γαρισ̑τουρντίζου [ɣariʃturˈdizu] Μισθ., Φάρασ. qαρι̂σ̑τι̂ρτώ [qarɯʃtɯrˈto] Φλογ. qαρισ̑τουρντώ [qariʃturˈdο] Τσουχούρ. γαριστουρντώ [ɣaristurˈdo] Μισθ., Σίλ., Σινασσ. γαρισ̑τουρντάω [ɣariʃturˈdao] Φάρασ. Αόρ. γαριστίρσα [ɣariˈstirsa] Μισθ. γαρισ̑τούρτ'σα [ɣariˈʃturtsa] Φάρασ. γαριστούρσα [ɣariˈstursa] Μισθ. Προστ. γαριστούρντα [ɣariˈsturda] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. karıştırmak = ανακατεύω.
Ανακατεύω ό.π.τ. : Ιτιά 'νταρά με ντα γαριστουρτίεις (Αυτά τώρα μην τα ανακατεύεις) Μισθ. -Κοτσαν. Γαριστούρντιζαμ' τσικιτσ̑ού ντου γάλα μι τ’ προγάτ’ τσι σ̑άνιξαμ' τυρί (Ανακατεύαμε το γάλα το κατσικιού με αυτό του προβάτου και φτιάχναμε τυρί) Μισθ. -Κοτσαν. Πακές 'τουν γαριστίρντιζι ντα παχλάια, Dετένα κόφτισκι ντομάτσις (Όταν η Παρασκευή ανακάτευε τα φασόλια, η Ντετένα έκοβε ντομάτες) Μισθ. -Φατ. Ντου φαΐ ντου έφαα γαριστούρσιν ντα σαφράϊα μ' (Το φαΐ που έφαγα μου ανακάτεψε τα σωθικά) Μισθ. -Κοτσαν. Γαριστούρντα λίου ντου φαΐ (Ανακάτεψε λίγο το φαγητό) Μισθ. -Κοτσαν. Γαριστουρντίεις το για να μη κολλήσει, γαριστουρντίεις το, γαριστουρντίεις το (Το ανακατεύεις για να μην κολλήσει, το ανακατεύεις, το ανακατεύεις) Μισθ. -VLACH Γιατ' qαρισ̑τι̂́ρ'σες και πουλανdι̂́ρ'σες ετά το νερό; (Γιατί ανακάτωσες και βρώμισες έτσι το νερό;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Γαρι̂σ̑τι̂ρντίζ' καργιά μ' (Ανακατεύεται η κοιλιά μου˙ ανακατεύομαι, έχω τάση για εμετό) Μισθ. -Φατ. 'γώ τζ̑ο γαρισ̑τούρτ’σα τα τα συνόρε (Εγώ δεν τα μπέρδεψα τα σύνορα˙ λεγόταν για ετοιμοθάνατο που αργούσε να ξεψυχήσει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ανακατώνω, αναταράζω, αχταρντίζω :1, κλωθαρίζω, κλουφατουρντίζω