καριστιρντίζω
(ρ.)
qαρι̂σ̑τι̂ρτίζω
[qarɯʃtɯrˈtizo]
Μαλακ.
γαρισ̑τιρντίζου
[ɣariʃtirˈdizu]
Μισθ.
γαρισ̑τουρντίζω
[ɣariʃturˈdizo]
Αφσάρ.
γαρισ̑τουρντίζου
[ɣariʃturˈdizu]
Μισθ., Φάρασ.
qαρι̂σ̑τι̂ρτώ
[qarɯʃtɯrˈto]
Φλογ.
qαρισ̑τουρντώ
[qariʃturˈdο]
Τσουχούρ.
γαριστουρντώ
[ɣaristurˈdo]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
γαρισ̑τουρντάω
[ɣariʃturˈdao]
Φάρασ.
Αόρ.
γαριστίρσα
[ɣariˈstirsa]
Μισθ.
γαρισ̑τούρτ'σα
[ɣariˈʃturtsa]
Φάρασ.
γαριστούρσα
[ɣariˈstursa]
Μισθ.
Προστ.
γαριστούρντα
[ɣariˈsturda]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. karıştırmak = ανακατεύω.
Ανακατεύω
ό.π.τ.
:
Ιτιά 'νταρά με ντα γαριστουρτίεις
(Αυτά τώρα μην τα ανακατεύεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γαριστούρντιζαμ' τσικιτσ̑ού ντου γάλα μι τ’ προγάτ’ τσι σ̑άνιξαμ' τυρί
(Ανακατεύαμε το γάλα το κατσικιού με αυτό του προβάτου και φτιάχναμε τυρί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πακές 'τουν γαριστίρντιζι ντα παχλάια, Dετένα κόφτισκι ντομάτσις
(Όταν η Παρασκευή ανακάτευε τα φασόλια, η Ντετένα έκοβε ντομάτες)
Μισθ.
-Φατ.
Ντου φαΐ ντου έφαα γαριστούρσιν ντα σαφράϊα μ'
(Το φαΐ που έφαγα μου ανακάτεψε τα σωθικά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γαριστούρντα λίου ντου φαΐ
(Ανακάτεψε λίγο το φαγητό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γαριστουρντίεις το για να μη κολλήσει, γαριστουρντίεις το, γαριστουρντίεις το
(Το ανακατεύεις για να μην κολλήσει, το ανακατεύεις, το ανακατεύεις)
Μισθ.
-VLACH
Γιατ' qαρισ̑τι̂́ρ'σες και πουλανdι̂́ρ'σες ετά το νερό;
(Γιατί ανακάτωσες και βρώμισες έτσι το νερό;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Γαρι̂σ̑τι̂ρντίζ' καργιά μ'
(Ανακατεύεται η κοιλιά μου˙ ανακατεύομαι, έχω τάση για εμετό)
Μισθ.
-Φατ.
'γώ τζ̑ο γαρισ̑τούρτ’σα τα τα συνόρε
(Εγώ δεν τα μπέρδεψα τα σύνορα˙ λεγόταν για ετοιμοθάνατο που αργούσε να ξεψυχήσει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ανακατώνω, αναταράζω, αχταρντίζω :1, κλωθαρίζω, κλουφατουρντίζω