καρισμίς
(επίθ.)
γαρι̂σ̑μι̂́ς̑
[ɣarɯˈʃmɯʃ]
Αραβαν.
γαρισ̑μούς
[ɣariˈʃmus]
Μισθ.
γαρισμιούς
[ɣariˈsmɲus]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. karışmış, τύπο μτχ. του ρ. karışmak = ανακατεύω, μπερδεύω.
Ανακατεμένος, μπερδεμένος, ανάμικτος
ό.π.τ.
:
Ιτό τσ̑είδι γαρισμιούς
(Αυτό είναι ανάμεικτο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γαρισίχι