ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρισμίς (επίθ.) γαρι̂σ̑μι̂́ς̑ [ɣarɯˈʃmɯʃ] Αραβαν. γαρισ̑μούς [ɣariˈʃmus] Μισθ. γαρισμιούς [ɣariˈsmɲus] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. karışmış, τύπο μτχ. του ρ. karışmak = ανακατεύω, μπερδεύω.
Ανακατεμένος, μπερδεμένος, ανάμικτος ό.π.τ. : Ιτό τσ̑είδι γαρισμιούς (Αυτό είναι ανάμεικτο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γαρισίχι