καρδιοκόφτω
(ρ.)
καργιοκόφτω
[karʝoˈkofto]
Ανακ.
Από το ουσ. καρδιά, όπου και τύπ. καργιά, και το ρ. κόφτω.
Κόβω τα σπλάχνα
:
|| Ασμ.
Ἐβγαλεν το μαχαίρι του κι έκοψεν το σ̑υκώτι.
"Βαριά βαριά μ' αγάπαες, τώρα με καργιοκόφτεις» (Έβγαλε το μαχαίρι του κι έκοψε το συκώτι
«Με αγαπούσες πολύ βαθιά, τώρα όμως με κόβεις κομμάτια») Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
"Βαριά βαριά μ' αγάπαες, τώρα με καργιοκόφτεις» (Έβγαλε το μαχαίρι του κι έκοψε το συκώτι
«Με αγαπούσες πολύ βαθιά, τώρα όμως με κόβεις κομμάτια») Ανακ. -ΙΛΝΕ 374