ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρή (ουσ. ουδ.) καρή [kaˈrɯ] Τελμ. καρά [kaˈra] Γούρδ. Πληθ. qαρίδια [qaˈrɯðʝa] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. karı = σύζυγος, πβ. Πόντ. γαρή. Ο τύπ. qαρά πιθ. από συμφυρ. με το ουσ. γριά (Dawkins 1916: 681), πιθανότερα όμως με το ουσ. κυρά.
Γυναίκα ό.π.τ. : Ετιά ντεβεdζ̑ήρε πηρπήγαν ντο το κορίσ̑' σ’ ένα τζ̑αdί καρά (Αυτοί οι καμηλιέρηδες πήγαν το κορίτσι σε μία γυναίκα μάγισσα) Γούρδ. -Dawk. Συνών. γυναίκα :1, ποδαρικό