καρή
(ουσ. ουδ.)
καρή
[kaˈrɯ]
Τελμ.
καρά
[kaˈra]
Γούρδ.
Πληθ.
qαρίδια
[qaˈrɯðʝa]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. karı = σύζυγος, πβ. Πόντ. γαρή. Ο τύπ. qαρά πιθ. από συμφυρ. με το ουσ. γριά (Dawkins 1916: 681), πιθανότερα όμως με το ουσ. κυρά.