ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριστίζω (ρ.) qαρι̂σ̑τίζω [qarɯʃˈtizo] Μαλακ. qαρισ̑τώ [qariˈʃto] Φλογ. χαρισ̑τώ [xariˈʃto] Φλογ. καριστώ [kariˈsto] Αραβ., Τροχ. γαρισ̑τώ [ɣariˈʃto] Μισθ., Σίλ. γαρισ̑τι-έου [ɣariʃtiˈeou] Φάρασ. Παρατατ. γαρισ̑τένκα [ɣariˈʃtenka] Φάρασ. Αόρ. qαρι̂́γισα [qaˈrɯʝisa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. karışmak = ανακατεύομαι.
1. Αναμειγνύομαι Μισθ. : Γαρίσ̑αν ντα πρόγαδα μη ντα τσικίτσ̑α (Ανακατεύτηκαν τα πρόβατα με τα κατσίκια) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι, εμπλέκομαι Μισθ., Τροχ., Φλογ. : Αμα γαριστιείτ' σ' ιτό χόρουντα λέ', έσ̑ιτ' να κάνιτ' μι μένα (Αν ανακατευτείτε μ' αυτή την οικογένεια, λέει, έχετε να κάνετε μαζί μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εσ̑είτ μη καριστάτε, εγώ ξέρω το όργο μ’ (Eσείς μην ανακατεύεστε, εγώ ξέρω την δουλειά μου) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Ισ̑ύ το φσ̑άχι̂ σ’ άφησ’ το σε μένα κονdά και νε χαρισ̑τάς (Εσύ το παιδί σου άφησέ το σε μένα και μην ανακατεύεσαι) Φλογ. -ΚΜΣ-CD
β. Ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι Σίλ. : ’γώ τζιπ ρε γαριστώ (Εγώ καθόλου δεν νοιάζομαι ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Ανακατεύομαι, έχω τάση για εμετό ό.π.τ. : qαρι̂σ̑τίζ' καργιά μ' (Ανακατεύεται η κοιλιά μου) Μαλακ. -Τζιούτζ. Καργιά μ' qαρισ̑τά (H κοιλιά μου ανακατεύεται) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Όταν φορτωνόμαστε, γαρισ̑τένκε η κοιλία και βολιαζόμαστε (Οταν κυοφορούσαμε, ανακατευόταν η κοιλιά και κάναμε εμετό) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. αναβολιάζω, αναβολίζομαι, ανεξερώ, κουστούζω