καριστίζω
(ρ.)
qαρι̂σ̑τίζω
[qarɯʃˈtizo]
Μαλακ.
qαρισ̑τώ
[qariˈʃto]
Φλογ.
χαρισ̑τώ
[xariˈʃto]
Φλογ.
καριστώ
[kariˈsto]
Αραβ., Τροχ.
γαρισ̑τώ
[ɣariˈʃto]
Μισθ., Σίλ.
γαρισ̑τι-έου
[ɣariʃtiˈeou]
Φάρασ.
Παρατατ.
γαρισ̑τένκα
[ɣariˈʃtenka]
Φάρασ.
Αόρ.
qαρι̂́γισα
[qaˈrɯʝisa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. karışmak = ανακατεύομαι.
1. Αναμειγνύομαι
Μισθ.
:
Γαρίσ̑αν ντα πρόγαδα μη ντα τσικίτσ̑α
(Ανακατεύτηκαν τα πρόβατα με τα κατσίκια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι, εμπλέκομαι
Μισθ., Τροχ., Φλογ.
:
Αμα γαριστιείτ' σ' ιτό χόρουντα λέ', έσ̑ιτ' να κάνιτ' μι μένα
(Αν ανακατευτείτε μ' αυτή την οικογένεια, λέει, έχετε να κάνετε μαζί μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εσ̑είτ μη καριστάτε, εγώ ξέρω το όργο μ’
(Eσείς μην ανακατεύεστε, εγώ ξέρω την δουλειά μου)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Ισ̑ύ το φσ̑άχι̂ σ’ άφησ’ το σε μένα κονdά και νε χαρισ̑τάς
(Εσύ το παιδί σου άφησέ το σε μένα και μην ανακατεύεσαι)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
β.
Ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι
Σίλ.
:
’γώ τζιπ ρε γαριστώ
(Εγώ καθόλου δεν νοιάζομαι
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Ανακατεύομαι, έχω τάση για εμετό
ό.π.τ.
:
qαρι̂σ̑τίζ' καργιά μ'
(Ανακατεύεται η κοιλιά μου)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Καργιά μ' qαρισ̑τά
(H κοιλιά μου ανακατεύεται)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Όταν φορτωνόμαστε, γαρισ̑τένκε η κοιλία και βολιαζόμαστε
(Οταν κυοφορούσαμε, ανακατευόταν η κοιλιά και κάναμε εμετό)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
αναβολιάζω, αναβολίζομαι, ανεξερώ, κουστούζω