καρδίζομαι
(ρ.)
καρντίζομαι
[karˈdizome]
Φάρασ.
Αόρ.
καρντι-έστα
[kardiˈesta]
Φάρασ.
Από το ουσ. καρδιά, όπου και τύπ. καρντία (στην σημ. 2) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χαίρομαι
Συνών.
χαιράζομαι, χαιρινίσκω, χαίρομαι :1, χαρεύω, χοσλαντίζω