ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρβώνι (ουσ.) καρβώνι [karˈvoni] Φάρασ., Φκόσ. καρβών' [karˈvon] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. καρβούν' [karˈvun] Γούρδ., Φλογ. Πληθ. καρβώνα [karˈvona] Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. καρβώνιν, το οπ. από πρώιμ. μεσν. ουσ. κάρβων (< λατιν. carbo) και το παραγωγ. επίθμ. -ιον > - ιν. Ο τύπ. καρβούν' από το μεσν. καρβούνι.
Κάρβουνο ό.π.τ. : Ένα γ̑μέρα σβέται τ' νιστιά τ'νε· το ταζι̂́ τσακοντά στο καρβών' απάνω, σβήν' ντο (Μια μέρα σβήνει η φωτιά τους· το λαγωνικό κατουρά πάνω στο κάρβουνο, την σβήνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καφτίνκιν καρβώνα τσ̑ι παένκιν το βαπόρι (Έκαιγε κάρβουνα και πήγαινε το βαπόρι, δηλ. ήταν ατμόπλοιο) Φάρασ. -VLACH || Φρ. 'ς ωτί του φούσησεν δυό καρβώνια (Στο αφτί του φύσηξε δύο κάρβουνα˙ έβαλε φιτίλια, συκοφάντησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Το παιδί σ' σο ναννούδι 'ναι, κλαίει και μάνα κρεύει,
τα ψωμιά σου σο φουρνο 'νdαι, κάαν καρβώνια γέναν
(Το παιδί σου είναι στην κούνια, κλαίει και ζητάει τη μάνα του,
τα ψωμιά σου είναι στο φούρνο, κάηκαν, έγιναν κάρβουνο)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Πη' ο Σάββας σα καρβώνε τσ̑' έκαψεν το χαράρι
Φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τέγκι δαδία
(Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί
Φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά)
Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. κομίρι
β. Καρβουνάκι από κληματόβεργες για το θυμιατό Αραβαν., Φλογ. : Τυμνιάμαριου τα καρβώνια (Του θυμιάματος τα καρβουνάκια ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.