καραμπακάρα
(ουσ. θηλ.)
καραbακάρα
[karabaˈkara]
Μισθ.
γαραμπάκαρα
[ɣaraˈbakara]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. karabakal = α) το πουλί κεδρότσιχλα (turdus pilaris) β) διαλεκτ., κοτσύφι.
1. Το πουλί γαλιάντρα
:
Να γουρτίσουμ' ντουζάγια να πιάσουμ' γαραμπάκαρις
(Να στήσουμε παγίδες να πιάσουμε γαλιάντρες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Το πουλί κορυδαλλός
Συνών.
κουτσουλιώτα, τζαρλάγκα