ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καραμπακάρα (ουσ. θηλ.) καραbακάρα [karabaˈkara] Μισθ. γαραμπάκαρα [ɣaraˈbakara] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. karabakal = α) το πουλί κεδρότσιχλα (turdus pilaris) β) διαλεκτ., κοτσύφι.
1. Το πουλί γαλιάντρα : Να γουρτίσουμ' ντουζάγια να πιάσουμ' γαραμπάκαρις (Να στήσουμε παγίδες να πιάσουμε γαλιάντρες) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Το πουλί κορυδαλλός Συνών. κουτσουλιώτα, τζαρλάγκα