ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρακίτσα (ουσ. θηλ.) καρακίτσα [karaˈcitsa] Αραβαν. Από το ουσ. καράκι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Μόνο σε άσμ., ανθόγαλο Αραβαν. : || Ασμ. Ντουρβανίτσα μ', καρακίτσα μ'
χάσα το βολόνι μ'
ηύρα το ψαλίρα μ'
(Μικρό μου δρουβάνι, ανθόγαλό μουέχασα το βελόνι μου
βρήκα το ψαλίδι μου )
Αραβαν. -Φωστ.