καρακίτσα
(ουσ. θηλ.)
καρακίτσα
[karaˈcitsa]
Αραβαν.
Από το ουσ. καράκι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Μόνο σε άσμ., ανθόγαλο
Αραβαν.
:
|| Ασμ.
Ντουρβανίτσα μ', καρακίτσα μ'
χάσα το βολόνι μ'
ηύρα το ψαλίρα μ'
(Μικρό μου δρουβάνι, ανθόγαλό μουέχασα το βελόνι μου
βρήκα το ψαλίδι μου ) Αραβαν. -Φωστ.
χάσα το βολόνι μ'
ηύρα το ψαλίρα μ'
(Μικρό μου δρουβάνι, ανθόγαλό μουέχασα το βελόνι μου
βρήκα το ψαλίδι μου ) Αραβαν. -Φωστ.