καραγάτσι
(ουσ. ουδ.)
καραγάτσ'
[karaˈɣats]
Μισθ.
καραγάτσ̑’
[karaˈɣatʃ ]
Αξ.
γαραγάτσ̑ι
[ɣaraˈɣatʃi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. καραγάτσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. karaağaç =φτελιά.
Το δέντρο φτελιά
ό.π.τ.
Συνών.
φτελίδι