καραμνίς
(ουσ.)
καραμνίς
[karaˈmnis]
Φάρασ.
Πιθ. από το α΄ συνθ. καρα- = μεγάλος και το ουσ. λαμνί = λεπίδα, όπου και τύπ. ’αμνί (Dawkins 1916: 618).
Μαχαίρι