καραμπογιά
(ουσ. θηλ.)
γαραμπουγιά
[ɣarabuˈʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. karaboya = θειικός σίδηρος, θειικό υποξείδιο του σιδήρου που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή.
Μαύρη βαφή