καράκωμα
(ουσ. ουδ.)
καράκουμα
[kaʹrakuma]
Φάρασ.
Aπό το ρ. καρακώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κλείσιμο
2. Κλείδωμα, μαντάλωμα
Συνών.
ζάντωμα :1, μαντάλωμα
Τροποποιήθηκε: 02/06/2025