καρ
(ουσ. ουδ.)
καρ
[kar]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. kar = χιόνι.
Χιόνι
Τελμ.
:
Επαρέτε το, και ’μέτε σο ντενgίς̑, και μπατίρντισέτε το τρία φοράς, και έβγαλέτε το, και να βγεί ένα καρ άλογο
(Πάρτε το και πηγαίνετέ το στην θάλασσα και θάψτε το τρεις φορές και βγάλτε το ξανά και θα βγει ένα άλογο άσπρο σαν το χιόνι)
Τελμ.
-Dawk.