καπουσμάς
(ουσ. αρσ.)
γαπ͑ουσ̑μάς
[ɣapʰuˈʃmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kapışma = καυγάς, τσακωμός.
Αρπαγή, λεηλασία
Συνών.
κλέψιμο