καπτώ
(ρ.)
καπτώ
[kaˈpto]
Φερτάκ.
qαπτώ
[qaˈpto]
Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
γαπτώ
[ɣaˈpto]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
γκαπτού
[gaˈptu]
Ουλαγ.
γαπτι̂́ζω
[ɣaˈptɯzo]
Αραβαν.
γαπ͑τιέζω
[ɣapʰˈtiezo]
Αφσάρ., Φάρασ.
γαπτι-έγω
[ɣapˈtieɣo]
Φάρασ.
γαπ͑τι-έγω
[ɣapʰˈtieɣo]
Φάρασ.
Αόρ.
γάψα
[ˈɣapsa]
Γούρδ., Μισθ.
qάψα
[ˈqapsa]
Ουλαγ., Σίλατ.
έqαψα
[ˈeqapsa]
Ουλαγ., Φάρασ.
Από το νεότ. ρ. καπτίζω ((Mackridge 2021: 117), το οπ. από το τουρκ. ρ. kapmak = αρπάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gapmak. Πβ. νεότ. ρ. καπτίζω = πιάνω, αρπάζω (Mackridge 2021: 117).
1. Αρπάζω
ό.π.τ.
:
Ογώνα ένα σ̑' ντέ σι ποίκα, τσ̑ι σ̑ύ γάψις ντα γλίτσ̑α
(Εγώ τίποτα δεν σου έκανα, κι εσύ άρπαξες την μαγκούρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το τυρί πέφτ' 'σ̑τηγή, τ' αλιπίκκα qαπτά το
(Το τυρί πέφτει κάτω, η αλεπού το αρπάζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πισίκα μας ντε γαπτά πιντιτσ̑ίας
(Η γάτα μας δεν πιάνει ποντίκια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γάπ'σι ντου ντιουφάν απ' τα χέρια τ'
(Άρπαξε το τουφέκι απ' τα χέρια του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βουτώ :2, γαβραντώ, γοπαρντίζω, καπουστίζω, σερματίζω
β.
Γραπώνω
:
Γάπτα ντου ράμμα τσ̑' έλα ξέβα απάν'
(Πιάσε το σκοινί κι έλα ανέβα απάνω
)
Μισθ.
-Κοτσαν.