ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καράκι (ουσ.) καράκ' [kaˈrak] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ. καράdζ̑ι [kaˈradʒi] Φάρασ. καράτσ̑' [kaˈratʃ] Μισθ., Τσαρικ. κα̈ράτσ' [kaaˈrats] Μισθ. Από το αρμεν. ουσ. karag (կրեմ) = κρέμα. Κατά τον Καραποτόσογλου (1982: 207) η λ. από το περσικό kareh ‘βούτυρο’ από το οπ. και το τουρκ. kere = ανθότυρο.
Φρέσκο ή/και υψηλής ποιότητας βούτυρο (διαχωρισμένο από το γιαούρτι) ό.π.τ. : Αναλι̂́ι̂ τ'νε έδεκεν ντα λίο μέλ' γκαι λίο καράκ' γκαι τρώισ̑καν (Η μητριά τους τους έδωσε λίγο μέλι και λίγο βούτυρο και έτρωγαν) Ουλαγ. -Κεσ. Τρώει ένα μπελίτσ̑' ψουμί μι καράτσ̑' τσ̑ι μέλ' (Τρώει ένα κομμάτι ψωμί με βούτυρο και μέλι) Μισθ. -Φατ. Φέρ' ας φάμ' λίου καράτσ' (Φέρε να φάμε λίγο βούτυρο) Μισθ. -Κοτσαν. Χέκιξι τυρί, γιαούρτ', χέκιξι κααράτσ' (Έβαζε τυρί, γιαούρτι, έβαζε βούτυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντώσετ’ με λίγο ψωμί και λίγο καράκ, ’α σας πω ένα λόγος (Δώστε μου λίγο ψωμί και λίγο βούτυρο να σας πώ έναν λόγο) Γούρδ. -Dawk.
β. Συνεκδ., βούτυρο Αξ., Τροχ.