ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καραμούκι (ουσ. ουδ.) Πληθ. καραμούκια [karaˈmuca] Ποτάμ. γαραμούχια [ɣaraˈmuça] Μισθ., Σινασσ. χαραμούχα [xaraˈmuxa] Κίσκ. γαραμούχα [ɣaraˈmuxa] Σατ. Από το τουρκ. ουσ. karamuk = α) το φυτό αγρόστεμμα β) ως διαλεκτ. σημ., βατομουριά. Η λ. και Θράκ.
1. Αγκαθωτός θάμνος από τον οπ. κατασκευάζονταν σκούπες ό.π.τ. Πβ. αγκαθόκκο
2. Βατομουριά Σατ. : Γαραμούχα τσαλούδα (Θάμνοι βατομουριάς) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388
3. Βατόμουρο Μισθ.