καραμούκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
καραμούκια
[karaˈmuca]
Ποτάμ.
γαραμούχια
[ɣaraˈmuça]
Μισθ., Σινασσ.
χαραμούχα
[xaraˈmuxa]
Κίσκ.
γαραμούχα
[ɣaraˈmuxa]
Σατ.
Από το τουρκ. ουσ. karamuk = α) το φυτό αγρόστεμμα β) ως διαλεκτ. σημ., βατομουριά. Η λ. και Θράκ.
2. Βατομουριά
Σατ.
:
Γαραμούχα τσαλούδα
(Θάμνοι βατομουριάς)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
3. Βατόμουρο
Μισθ.