ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρανλίχι (ουσ. ουδ.) καρανίχ' [karaˈnix] Σεμέντρ. γκαραν-νι̂́κ' [garannɯk] Ουλαγ. γαρανλίχ̇ι [ɣaranˈlixi] Φάρασ. γαρανλίχ' [ɣaranˈlix] Σίλ. γαρανι̂́χ' [ɣaraˈnɯx] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. karanlık = μαυρίλα, σκοτάδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garanlıh. Πβ. καρά
Σκοτάδι ό.π.τ. : Nτο γκαραν-νι̂́κ' μέσα χιώρ'σε ένα φως (Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα φως) Ουλαγ. -Κεσ. Σκοτεινιάσι, και στο γαρανλίχ' ρεν πουρήσαμι ν' αναύρωμι χωριού τση στράτα (Σκοτείνιασε, και μέσα στο σκοτάδι δεν μπορέσαμε να βρούμε τον δρόμο του χωριού) Σίλ. -Αρχέλ. 'ς το καρανι̂́χ’, το τσιρέ πότ’ του παίρω, έπεσε κάτ’ (Στο σκοτάδι, καθώς παίρνω το κερί, έπεσε κάτω) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Συνών. σκοτεινία, σκοτεινίδα