καρανλίχι
(ουσ. ουδ.)
καρανίχ'
[karaˈnix]
Σεμέντρ.
γκαραν-νι̂́κ'
[garannɯk]
Ουλαγ.
γαρανλίχ̇ι
[ɣaranˈlixi]
Φάρασ.
γαρανλίχ'
[ɣaranˈlix]
Σίλ.
γαρανι̂́χ'
[ɣaraˈnɯx]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. karanlık = μαυρίλα, σκοτάδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. garanlıh.
Πβ.
καρά
Σκοτάδι
ό.π.τ.
:
Nτο γκαραν-νι̂́κ' μέσα χιώρ'σε ένα φως
(Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα φως)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σκοτεινιάσι, και στο γαρανλίχ' ρεν πουρήσαμι ν' αναύρωμι χωριού τση στράτα
(Σκοτείνιασε, και μέσα στο σκοτάδι δεν μπορέσαμε να βρούμε τον δρόμο του χωριού)
Σίλ.
-Αρχέλ.
'ς το καρανι̂́χ’, το τσιρέ πότ’ του παίρω, έπεσε κάτ’
(Στο σκοτάδι, καθώς παίρνω το κερί, έπεσε κάτω)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Συνών.
σκοτεινία, σκοτεινίδα