καρδιαλού
(επίθ.)
καργιαλού
[karʝaˈlu]
Μισθ.
Από το ουσ. καρδιά, όπου και τύπ. καργιά, και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Κοιλαράς
Συνών.
σκεμπές :2
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025