ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριόλα (ουσ.) καριόλα [kaˈrʝola] Αραβαν., Τελμ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. καριόλα, το οπ. από το βεν. ουσ. cariola, πβ. και ιταλ. ουσ. carriola.
Κρεβάτι ό.π.τ. : Το καμήλ' κοιμότουν 'ς ένα κο̈σέ και το κορίσ̑' σο καριόλα τ' (Το καμήλι κοιμόταν σε μιά γωνιά και το κορίτσι στο κρεβάτι του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κορίτσ̑' σο καριόλα νεμέσα κοιμάται (Το κορίτσι κοιμάται στο κρεβάτι) Τελμ. -Dawk. Συνών. γιατάκι, κρεβάτι, στρώση