καριόλα
(ουσ.)
καριόλα
[kaˈrʝola]
Αραβαν., Τελμ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. καριόλα, το οπ. από το βεν. ουσ. cariola, πβ. και ιταλ. ουσ. carriola.