καριόλα
(ουσ.)
καριόλα
[kaˈrʝola]
Αραβαν., Τελμ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. καριόλα, το οπ. από το βεν. ουσ. cariola, πβ. και ιταλ. ουσ. carriola.
Κρεβάτι
ό.π.τ.
:
Το καμήλ’ κοιμότουν 'ς ένα κο̈σέ και το κορίσ̑' σο καριόλα τ'
(Το καμήλι κοιμόταν σε μιά γωνιά και το κορίτσι στο κρεβάτι του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το κορίτσ̑' σο καριόλα νεμέσα κοιμάται
(Το κορίτσι κοιμάται στο κρεβάτι)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
γιατάκι :1, κρεβάτι, στρώση
Τροποποιήθηκε: 27/07/2025