καριστούρτημα
(ουσ. ουδ.)
γαριστίρντημα
[ɣariˈstirdima]
Μισθ.
γαριστούρτημα
[ɣariˈsturtima]
Μισθ.
γαρισ̑τούρμα
[ɣariˈʃturma]
Φάρασ.
Από το ρ. καριστιρντίζω, όπου και τύπ. γαριστουρντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Ανακάτεμα ώστε να σχηματιστεί μιά πιο μοιογενής μάζα, π.χ. κατά το μαγείρεμα
Μισθ.