ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριστούρτημα (ουσ. ουδ.) γαριστίρντημα [ɣariˈstirdima] Μισθ. γαριστούρτημα [ɣariˈsturtima] Μισθ. γαρισ̑τούρμα [ɣariˈʃturma] Φάρασ. Από το ρ. καριστιρντίζω, όπου και τύπ. γαριστουρντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Ανακάτεμα ώστε να σχηματιστεί μιά πιο μοιογενής μάζα, π.χ. κατά το μαγείρεμα Μισθ.
2. Ανακάτεμα, ανάμειξη Φάρασ. Συνών. αχταρμάς :1