ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχταρμάς (ουσ. αρσ.) αχταρμάς [axtarˈmas] Μισθ., Φάρασ. αχταρμά [axtarˈma] Σινασσ., Τσελτ. Από το τουρκ. ουσ. aktarma = αναποδογύρισμα.
1. Ανακάτεμα διαφορετικών πραγμάτων, ανάμειξη ό.π.τ. Συνών. καριστούρτημα
2. Ανακατωσούρα, μπέρδεμα Μισθ. : Ντα ντυό 'ας ντάμα 'ντουν γκιαλαέψιτ', νίιδι αχταρμάς τσ̑αά απέσ' (Οι δυό σας όταν μιλάτε ταυτόχρονα, γίνεται ανακατωσούρα εδώ μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. τολαστιέσιμα
3. Στάση μετεπιβίβασης Τσελτ.