αχταρμάς
(ουσ. αρσ.)
αχταρμάς
[axtarˈmas]
Μισθ., Φάρασ.
αχταρμά
[axtarˈma]
Σινασσ., Τσελτ.
Από το τουρκ. ουσ. aktarma = αναποδογύρισμα.
2. Ανακατωσούρα, μπέρδεμα
Μισθ.
:
Ντα ντυό 'ας ντάμα 'ντουν γκιαλαέψιτ', νίιδι αχταρμάς τσ̑αά απέσ'
(Οι δυό σας όταν μιλάτε ταυτόχρονα, γίνεται ανακατωσούρα εδώ μέσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
τολαστιέσιμα
3. Στάση μετεπιβίβασης
Τσελτ.