αχτάρικο
(ουσ. ουδ.)
αχτάρικο
[aˈxtariko]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. aktar = α) άτομο ή κατάστημα που πουλάει μπαχαρικά ή αρώματα β) μικροπωλητής, και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
Ψιλικατζίδικο
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025