αχτάρικο
(ουσ. ουδ.)
αχτάρικο
[aˈxtariko]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. aktar = μικροπωλητής, μυροπώλης και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
Ψιλικατζίδικο