ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχράζης (επίθ.) αχράζης [aˈxrazis] Φάρασ. αχράζι [aˈxrazi] Φάρασ. αχράζ' [aˈxraz] Ουλαγ. αχρασ̑' [aˈxraʃ] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. ahraz = κωφάλαλος, βουβός. Ο τύπ. αχρασ̑’ από διαλεκτ. τύπ. ahras.
Μουγγός ό.π.τ. Συνών. ντιλσούς, τατ
Τροποποιήθηκε: 12/07/2024