αχράζης
(επίθ.)
αχράζης
[aˈxrazis]
Φάρασ.
αχράζι
[aˈxrazi]
Φάρασ.
αχράζ'
[aˈxraz]
Ουλαγ.
αχρασ̑'
[aˈxraʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. ahraz = κωφάλαλος, βουβός. Ο τύπ. αχρασ̑’ από διαλεκτ. τύπ. ahras.