αχόρταστος
(επίθ.)
αχόρταστου
[aˈxortastu]
Μαλακ.
αχόρταγου
[aˈxortaɣu]
Φάρασ.
Μεταγν. επίθ. ἀχόρταστος. Ο τύπ. αχόρταγου από μεσν. επίθ. ἀχόρταγος.