ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχρήζω (ρ.) αχρήζω [aˈxrizo] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. Νεότ. ρ. αχρήζω (βλ. Mackridge 2021: 20), το οπ. από το αρχ. ρ. χρῄζω = χρειάζομαι, με ανάπτ. προθετ. α-.
Αξίζω, κοστίζω ό.π.τ. : Πόσα αχρήζ' το άλογο; (Πόσα κοστίζει το άλογο;) Σινασσ. -Αρχέλ. Αχρήζ' το βιό μ' (Αξίζει η περιουσία μου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αξιάζω, λαχαίνω, ποίκω