λαχαίνω
(ρ.)
λαχάνω
[laˈxano]
Φερτάκ.
λαχαίνω
[laˈçeno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
λαχαίνου
[laˈçenu]
Μισθ.
λασ̑αίνω
[laˈʃeno]
Ανακ.
λαγαίνω
[laˈʝeno]
Αραβ.
λαθαίνω
[laˈθeno]
Μαλακ.
λααίνω
[laˈeno]
Μισθ.
λαΐνω
[laˈino]
Ουλαγ.
λαχαινίσκω
[laçeˈnisko]
Γούρδ.
Αόρ.
έλαχα
[ˈelaxa]
Σινασσ., Τροχ.
ήλαχα
[ˈilaxa]
Μισθ., Σίλατ.
ήληθα
[ˈiliθa]
Μαλακ.
λάχασα
[΄laxasa]
Φερτάκ.
Από το αρχ. ρ. λαγχάνω. Οι τύπ. λαχάνω, λαχαίνω μεσν. Ο τύπ. λαχαινίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. λαχαιν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Τυχαίνω, συναντώ τυχαία
Ανακ., Αραβαν., Σινασσ.
:
Toν έλαχα
(Τον συνάντησα τυχαία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Nα λάει σου βα σ' τη ψη
(Να τύχει στου πατέρα σου την ψυχή· ευχή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
πέφτω
β.
Απρόσ., τυχαίνει
Μισθ., Ουλαγ.
:
Αν λάχ'
(Αν τύχει
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μόλις πέφτιξι κάφτρα, λαχαίνιξι, πέφτιξι κάφτρα
(Μόλις έπεφτε η κάφτρα, τύχαινε, έπεφτε η κάφτρα του τσιγάρου
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Σο χέρι μ' ντεν έλαχε
(Δεν έτυχε στο χέρι μου
˙
δεν ευκαίρησα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Ακουμπώ, αγγίζω
ό.π.τ.
:
T' άσκουμα ήλαχεν σο λερό
(Ο κουβάς ακούμπησε στο νερό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λαχαίνου σου γιάν ένα σ̑έι
(Αγγίζω κάτι στο πλάι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούτι μπορείς να λάχεις απάνου τ'
(Ούτε μπορείς να ακουμπήσεις απάνω της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Έλαχά το ένα μούκα κι έκλαψεν
(Τον ακούμπησα λιγάκι κι έβαλε τα κλάματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Ντε μου λαχαίν' γύπνους
(Δεν μου λαχαίνει ύπνος˙ Δεν με πιάνει ύπνος, δεν μπορώ να κοιμηθώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
εγγίζω, σαλεύω
β.
Χτυπώ
Μισθ.
:
Χερούτσικα λαχαίνου ντ’ αλούγαδα μι δου γουβράτσ'
(Ελαφρά χτυπάω τα άλογα με το καμουτσίκι
)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
γ.
Πειράζω, ενοχλώ
Αξ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Τα τζάχαλα λαχαίνουν με 'φού τα φάγω
(Τα βερίκοκα με πειράζουν όταν τα φάω
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Μ' έλαχε μάτι
(Με χτυπησε μάτι
˙
Ματιάστηκα, υπέστην βασκανία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Λαχαίνου μάτ'
(Χτυπάω μάτι
˙
Ματιάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Λάχασα το ματ’ το φσαχ
(Το χτύπησα το μάτι το παιδί
˙
Το μάτιασα το παιδί)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το κρασ̑ί λαχαίν' με
(Το κρασί με πειράζει
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Αξίζω
Φλογ.
:
Ετά πόσα λαχαίν';
(Αυτό πόσο αξίζει;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αξιάζω, αχρήζω, ποίκω