ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαχαίνω (ρ.) λαχάνω [laˈxano] Φερτάκ. λαχαίνω [laˈçeno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. λαχαίνου [laˈçenu] Μισθ. λασ̑αίνω [laˈʃeno] Ανακ. λαγαίνω [laˈʝeno] Αραβ. λαθαίνω [laˈθeno] Μαλακ. λααίνω [laˈeno] Μισθ. λαΐνω [laˈino] Ουλαγ. λαχαινίσκω [laçeˈnisko] Γούρδ. Αόρ. έλαχα [ˈelaxa] Σινασσ., Τροχ. ήλαχα [ˈilaxa] Μισθ., Σίλατ. ήληθα [ˈiliθa] Μαλακ. λάχασα [΄laxasa] Φερτάκ. Από το αρχ. ρ. λαγχάνω. Οι τύπ. λαχάνω, λαχαίνω μεσν. Ο τύπ. λαχαινίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. λαχαιν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Τυχαίνω, συναντώ τυχαία Ανακ., Αραβαν., Σινασσ. : Toν έλαχα (Τον συνάντησα τυχαία) Σινασσ. -Αρχέλ. Nα λάει σου βα σ' τη ψη (Να τύχει στου πατέρα σου την ψυχή· ευχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. πέφτω
β. Απρόσ., τυχαίνει Μισθ., Ουλαγ. : Αν λάχ' (Αν τύχει ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μόλις πέφτιξι κάφτρα, λαχαίνιξι, πέφτιξι κάφτρα (Μόλις έπεφτε η κάφτρα, τύχαινε, έπεφτε η κάφτρα του τσιγάρου ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Σο χέρι μ' ντεν έλαχε (Δεν έτυχε στο χέρι μου ˙ δεν ευκαίρησα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Ακουμπώ, αγγίζω ό.π.τ. : T' άσκουμα ήλαχεν σο λερό (Ο κουβάς ακούμπησε στο νερό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λαχαίνου σου γιάν ένα σ̑έι (Αγγίζω κάτι στο πλάι) Μισθ. -Κοτσαν. Ούτι μπορείς να λάχεις απάνου τ' (Ούτε μπορείς να ακουμπήσεις απάνω της) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Έλαχά το ένα μούκα κι έκλαψεν (Τον ακούμπησα λιγάκι κι έβαλε τα κλάματα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Ντε μου λαχαίν' γύπνους (Δεν μου λαχαίνει ύπνος˙ Δεν με πιάνει ύπνος, δεν μπορώ να κοιμηθώ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. εγγίζω, σαλεύω
β. Χτυπώ Μισθ. : Χερούτσικα λαχαίνου ντ’ αλούγαδα μι δου γουβράτσ' (Ελαφρά χτυπάω τα άλογα με το καμουτσίκι ) -ΑΠΥ-Καρατσ.
γ. Πειράζω, ενοχλώ Αξ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. : Τα τζάχαλα λαχαίνουν με 'φού τα φάγω (Τα βερίκοκα με πειράζουν όταν τα φάω ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Μ' έλαχε μάτι (Με χτυπησε μάτι ˙ Ματιάστηκα, υπέστην βασκανία) Σινασσ. -Αρχέλ. Λαχαίνου μάτ' (Χτυπάω μάτι ˙ Ματιάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Λάχασα το ματ’ το φσαχ (Το χτύπησα το μάτι το παιδί ˙ Το μάτιασα το παιδί) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το κρασ̑ί λαχαίν' με (Το κρασί με πειράζει ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Αξίζω Φλογ. : Ετά πόσα λαχαίν'; (Αυτό πόσο αξίζει;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αξιάζω, αχρήζω, ποίκω