ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάχτισμα (ουσ. ουδ.) λάχτσ̑ισμα [ˈlaxtʃizma] Αραβαν. λάχτημα [ˈlaxtima] Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φλογ. λάχτσημα [ˈlaxtsima] Γούρδ. λάχτεμα [ˈlaxtema] Αξ. Γεν. λαχτημάτ' [laxtiˈmat] Φλογ. λαχτεμάτ' [laxteˈmat] Αξ. Aπό το αρχ. ουσ. λάκτισμα, με σχηματ. σε -ημα αντί -ισμα λόγω του τύπ. λακτῶ < λακτίζω. Ο μεταπλ. ήδη μεσν., πβ. Ἡσύχ. Λ 220 «λάκτημα· λάκτισμα».
1. Κλοτσιά Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ. : Έπιασε τ' ασκέρια, τ' άλλα με λαχτσ̑ίσματα, τ' ἀλλα με νταξ̑ήματα, ούλ-λα παρτσ̑αλάτ'σεν τα (Έπιασε τους στρατιώτες, άλλους με κλοτσιές, άλλους με δαγκωματιές, όλους τους κομμάτιασε) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Έχει γε'ίν λάχτημα (Έχει γερή, δυνατή κλοτσιά) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κιτσιά, λαχτιά, τεπίκι, τεπικιά
2. Σκάψιμο Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. Συνών. γάζημα, ρύξιμα, σκάψιμα
3. Χτύπημα, πάτημα του μαλλιού για να γίνει κετσές Μισθ., Τσαρικ.
4. Σε γεν. πτώση, συνθηματ., το μαχαίρι Φλογ. : Βα, το έχ' κεφαλάς σερσιμάτ’ 'ναι μι, λαχτημάτ’ 'ναι μι; (Πατέρα, αυτό που κρατάει ο Τούρκος είναι πιστόλι ή μαχαίρι;) -ΙΛΝΕ 812 Πβ. σύρσιμο