ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαχτοπατώ (ρ.) λαχτοπατώ [laxtopaˈto] Σινασσ. Μεσν. ρ. λακτοπατέω-ῶ, πβ. Ἀσσιζ. Α 204.27 «ὡς γιὸν τὸν ἐλακτοπάτησεν καὶ ἔδερεν ἄλλον». Η λ. και στον Δουκ.
Κλοτσοπατώ, τσαλαπατώ Συνών. τεπελετίζω
Τροποποιήθηκε: 10/11/2024