λαχτοπατώ
(ρ.)
λαχτοπατώ
[laxtopaˈto]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. λακτοπατέω-ῶ, πβ. Ἀσσιζ. Α 204.27 «ὡς γιὸν τὸν ἐλακτοπάτησεν καὶ ἔδερεν ἄλλον». Η λ. και στον Δουκ.
Κλοτσοπατώ, τσαλαπατώ
Συνών.
τεπελετίζω