λεβέντι
(ουσ. ουδ.)
λεβένdι
[leˈvendi]
Τροχ.
Πιθ. από το νεότ. ουσ. λεβάντα (πβ. Ἀγάπ. Γεωπόν. 171.27 «Ἔπαρε χόρτον, ὁπού λέγουσι λαβάντα»), το οπ. από το ιταλ. levanta, πβ. τουρκ. lavanta. Πβ. και ποντ. λεβάντη = κάθε είδους διακοσμητικού αρώματος. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να συνδέεται με το νεότ. ουσ. ραβέντι ή ρεβέντι = το φυτό ρήον το βαρβαρικόν (Rheum rhabarbarum), το οπ. από τουρκ. ουσ. ravent. Ο τύπ. ρεβέντι σε πολλά ν.ε. ιδιώματα.
Χορτάρι, ζιζάνιο
Πβ.
τελιτσές :2, φιλίσκι
Τροποποιήθηκε: 31/10/2025