ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λέικκο (επίθ.) λέικκο [ˈleiko] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. λεΐκκον [leˈikon] Φάρασ. λέικ-κου [leˈikku] Τσουχούρ. λέικκου [leˈiku] Τσουχούρ., Φάρασ. λαΐκ-κον [laˈikkon] Φάρασ. λαΐκκον [laˈikon] Φάρασ. Από το επίθ. λίγος, και το υποκορ. επίθμ. -ίκκο, με ατονημένη υποκορ. σημ. (Ανδριώτης 1948: 42).
1. Λίγος σε ποσότητα, λιγούτσικος ό.π.τ. : Έπαρ' τσ̑αι μένα λαΐκκο γα να πω, πεινάω (Πάρε μου κι εμένα λίγο γάλα να πιώ, πεινάω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'α τσοτσούχα μαθαίγκαν λέικκα κολλυβογράμματα (Τα παιδιά μάθαιναν λίγα κολλυβογράμματα) Φάρασ. -Παπαδ. Λέικ-κου 'στέρου πήγαν ατσ̑εί κοντά του τσ̑αι λέικ-κα ναίτσ̑ις (Λιγάκι αργότερα πήγαν εκεί κοντά του και λίγες γυναίκες) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Πιτάζουν πάλι λέικ-κα νομάτοι να 'νεγκώσουν καό (Στέλνουν πάλι μερικούς ανθρώπους να κοιτάξουν καλά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Τζ̑ο νανόστεις τα του είμεστ' αδέ ατέ 'ς μερές οι Ρωμοί 'νάρα τζ̑αι λαΐκ͑α; (Δεν σκέφθηκες που εδώ σ' αυτήν την μεριά οι Ρωμιοί είμαστε αραιοί και λίγοι;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Ήτου λαΐκ-κον ντο φαΐ, κάτσαν ντα μαμούτσ̑ε έφαγαν ντα, έσ̑εσαν ντα τσ̑όας (Ήταν λίγο το φαγητό, κάτσανε οι μύγες, το έφαγαν, το έχεσαν κιόλας˙ όταν μιά εργασία, η οποία δεν αρχίζει με καλές συνθήκες, γίνεται χειρότερη στην συνέχεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκούτι, λίγος
2. Ως επίρρ., λίγο σε ποσότητα ό.π.τ. : Η νύφη του τρώνgιν λέικκο ήτουν καό νύφη (Η νύφη που έτρωγε λίγο θεωρούνταν καλή νύφη) Φάρασ. -Παπαδ. Είσιν α' γιος, λέικκο τουβεκέλ, λέγκαν ντα ‘ρέστη (Είχε ένα γιο λίγο αγαθό, τον έλεγαν Ορέστη) Φάρασ. -Παπαδ. Σάμου τα είδιν, λέικου φοήθην (Όταν το είδε, φοβήθηκε λίγο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ατό το ’ρνίθι πιέστηνι στο τ͑έλι, έσ̑ισιν το γουργούριν του λέικκου (Αυτή η κότα πιάστηκε στο σύρμα, έσκισε τον λαιμό της λίγο) Τσουχούρ. -VLACH Συνών. έργο :4, λιγούτσικο, χαταρούτσικο
β. Λιγάκι, σε χρόνο ό.π.τ. : Ήτουν, λέ΄, σπήλος 'πέσου. έμbην 'μπέσου. στάθη λεΐκκο (Ἠταν, λέει, μιά σπηλιά, μπήκε μέσα, στάθηκε για λίγο ) Φάρασ. -Dawk. Τα πρωτινά τουν τα δύο γιοι, πηάγαν λέικκο ση στράτα, τζ’ ’υρίσταν ξοπίσω σο πεγάιδι (Οι δυο πρώτοι γιοι πήγαν για λίγο στον δρόμο και γύρισαν πίσω στο πηγάδι ) Σατ. -Παπαδ. Κάτσαν 'ς ε μερα̈́ να 'ναπαούν λαΐκκο (Έκατσαν σε μιά άκρη να ξεκουραστούν λιγάκι ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.