έργο
(ουσ. ουδ.)
έργο
[ˈerɣo]
Ανακ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
έργου
[ˈerɣu]
Σίλ.
όργο
[ˈorɣo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
όγρο
[ˈoɣro]
Ουλαγ.
όργον
[ˈorɣon]
Φάρασ.
όργου
[ˈorɣu]
Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ.
Πληθ.
έργατα
[ˈerɣata]
Φάρασ., Φλογ.
άργαδα
[ˈarɣaða]
Μισθ.
όργατα
[ˈorɣata]
Αραβαν.
όγρατα
[ˈoɣrata]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Από το αρχ. ουσ. ἔργον. Ο τύπ. όργο μεσν., μαρτυρείται με την σημ. ‘μέτρο, χωρητικότητα’ (LBG, λ. όργον· δεν αποκλείεται όμως η συγκεκριμένη λ. να είναι ετυμολογικώς άσχετη και να συνδέεται με τις λ. ὀργώνω-ὀργάς), και με την νεότ. σημ. ‘νήμα, κλωστή, είδος φυτού που χρησιμοποιείται στην κλωστοϋφαντουργία’ (Κριαρ., λ. όργον). Το αρκτ. ο- λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ. Ο τύπ. όγρο με μετάθ. του [r]. Οι φρ. με την σημ. ‘βλέπω έργο’ είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ. φρ. iş görmek. Για την φρ. τό 'ργου 'πόμεινιν πίσου πβ. την τουρκ. φρ. Iş geri kaldı.
1. Έργο, εργασία, δουλειά, αποτέλεσμα σωματικής ή πνευματικής εργασίας
ό.π.τ.
:
Ετά τ' όργο να ντρανηχεί
(Αυτή την δουλειά πρέπει να την δούμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν Τεός φέρ’ τα οργατά μας ράστι, να έρτω σο μεμλεκές να κάτσω ένα χρόνο 'ντάμα σας να ντινλενdίσω
(Αν ο Θεός ευοδώσει τις εργασίας μας, θα έλθω στην πατρίδα να καθίσω κοντά σας ένα χρόνο, να ησυχάσω)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ντου φώτημα μπασλάιζαμ’ χωραφιού ντ' όργου
(Την αυγή αρχίζαμε την δουλειά στο χωράφι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σαν τελειώσωμεν πὄχομεν τ' όργο, πρέπ' να πάμ' στο χωριό τ' να τον σκοτώσωμε
(Σαν τελειώσουμε την δουλειά που έχουμε, να πάμε στο χωριό του να τον σκοτώσουμε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα έργατά μου 'α υπάν κα
(Οι δουλειές μου θα πάνε καλά)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Γολάι μολάι, ένν' τα ποίκουμι ατό τό 'ργου
(Εύκολη δύσκολη, θα την κάνουμε αυτή την δουλειά)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Με εσέ 'ντάμα όγρο ντε νίσκεται
(Με σένα μαζί δουλειά δεν γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Χιωρώ όργο
(Βλέπω έργο˙ κάνω ένα έργο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χιωρώ όργου
(Βλέπω έργο˙ κάνω ένα έργο)
Μισθ.
-Dawk.
Χιωρού ντo όγρο μ'
(Βλέπω το έργο μου˙ κάνω την δουλειά μου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Θωρώ όργο
(Βλέπω έργο˙ κάνω ένα έργο)
Τελμ.
-Dawk.
Θωρώ έργο
(Βλέπω έργο˙ κάνω ένα έργο)
Φάρασ.
-Dawk.
Είδα τ' όργου
(Είδα το έργο˙ έκανα την δουλειά)
Κίσκ.
-Dawk.
Ας ποίκω το όργο μ'
(Ας κάνω την δουλειά μου˙ ας κάνω την ανάγκη μου)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ντιαβολιού όργου
(Διαβόλου έργο˙ διαβολοδουλειά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ποίτσ̑ες έργατα σην Μπόλην τσ̑αι σο Ισμίρι
(Έκανες κατορθώματα στην Πόλη και στην Σμύρνη˙ λεγόταν ειρωνικά σε εκείνους που καυχιόνταν ότι τάχα έκανα σπουδαία κατορθώματα στα ταξίδια τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Χιωρώ όργου
(Βλέπω έργο˙ Κάνω ένα έργο)
Μισθ.
-Dawk.
Το 'ργου 'πόμεινιν πίσου
(Το έργο έμεινε πίσω˙ Η δουλειά καθυστέρησε)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Συ, ε απός, ασλάν' έργατα μπορείζ να ποικ';
(Ε συ, αλεπού, λιονταριού δουλειές μπορείς να κάνεις;˙ για εκείνους που νομίζουν ότι έχουν μάθει ή μπορούν να επιτελούν εργασίες που είναι για άλλους πολύ καλύτερούς τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το βραδινό σου τ' όργο σην ευίτσα μην τ' αφήν'
(Την βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις˙ μην αφήνεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το σ̑ημερ'νό το όργο σ' ταχύ μη το βαήκνεις
(Την σημερινή σου δουλειά μην την αφήνεις για αύριο˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ατσ̑είνο του τζ̑ο πιτι-έ τ' όργο, όυπνος γαμεί την μάν' ντου
(Εκείνο το έργο που δεν τελειώνει, ο ύπνος του γαμεί την μάνα˙ Όταν κανείς δεν μπορεί να τελειώσει μιά δουλειά, θα σταματήει θέλοντα και μη από την κούραση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δουλειά :1
β.
Ειδικότ., γεωργική εργασία
Μισθ., Φάρασ.
:
Ντα άργαδα ήταν χέρους, ήταν ντ’ αλώνια
(Η δουλειά ήταν το θέρισμα, ήταν τα αλώνια
)
Μισθ.
-VLACH
|| Φρ.
Χεριμάτ' όργου
(Έργασία θερίσματος
˙
θἐρισμα)
-Κωστ.Μ.
γ.
Επάγγελμα
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ρώτ'σε με: «Βαβά σ' τ͑ι όργο ντρανά ντεΐ;»
(Με ρώτησε «Ο πατέρας σου τι δουλειά κάνει;»
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τι όργου χιωρείς;
(Με τι δουλειά αχολείσαι;
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τι όγρο χιωρείς;
(Το ίδιο
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Όργου ντεν ειχαν να βγάλ'νι παράια
(Δουλειά δεν είχαν για να βγάλουν χρήματα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πρώτα ογώ άλλου όργου χιώρεινα, φορτηγό είχα, παίνιξα όξου στην Ευρώπη
(Πρώτα εγώ έκανα άλλη δουλειά, είχα φορτηγό, πήγαινα στο εξωτερικό στην Ευρώπη
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
'ήρασε ο κω μου 'ς όργον 'μπέσου· 'γώ τζ̑ο κατέχω τσ̑αι συ κατές τα;
(Γέρασε ο κώλος μου στην δουλειά μέσα· εγώ δεν την ξέρω κι εσύ την ξέρεις;
˙
Έλα, παππού μου, να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου)
-Λουκ.Λουκ.
δ.
Ειδικότ., εργόχειρο και κατ' επέκτ. νήμα
Σίλατ., Σίλ.
:
Να σ’ ρώσου μαλλί ποίσ’ τα όργου
(Να σου δώσω μαλλί, κάνε το εργόχειρο
)
Σίλατ.
-Dawk.
Φτσ̑άνου νιούγου όργου
(Γνέθω λίγο νήμα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Πράξη, ενέργεια
ό.π.τ.
:
Εγώ ποίκα τούτα τα έργατα, και να κ͑ουλτώσω τα αδέλφια μ'
(Έκανα αυτές τις πράξεις, για να γλυτώσω τα αδέρφια μου)
Φλογ.
-Dawk.
«Πρέπει να σκοτώσουμε 'μεις, ντράπαμε πολύ απιδέ στ’ όργο»
(«Πρέπει να την σκοτώσουμε εμείς, γιατί μας ντρόπιασε με αυτό που έκανε»)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντου μποίκις ντ' όργου 'νι ορτό;
(Αυτό που έκανες είναι σωστό;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Κυρά μ' τα ποίκες τα έργατα μπεγιάντισες;
(Κυρά μου τις (κακές) πράξεις που έκανες τις ευχαριστήθηκες;)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Ζήτημα, κάτι που απασχολεί κάποιον
Αραβαν., Φάρασ.
:
Ένα κανόνα ντεν ηύρε σ' ετό τ' όργο
(Έναν κανόνα δεν βρήκε για αυτό το ζήτημα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το πάλι α μέγα έργο ένι
(Αυτό πάλι είναι μεγάλη υπόθεση, δύσκολο να γίνει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γιαβάς̑ γιαβάς̑ ετό τ’ όργο ζομboλήρει
(σιγά σιγά αυτή η υπόθεση, ξεχάστηκε)
Αραβαν.
-Dawk.
Είνται ατσέ τα έργατα
(Έτσι είναι τα πράγματα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
μεσελές
4. Ως επίρρ., λίγο
Ανακ.
:
Ετό να σε πω, να γελάσεις όργο
(αυτό να σου πω, να γελάσεις λίγο)
Ανακ.
-Cost.
Συνών.
λίγο, χατρά, ψιλίτσικα