επισωρέματα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
'π'σωρέματα
[psoˈremata]
Σινασσ.
Από το ρ. μεταγν. ουσ. ἐπισώρευμα = σωρεία.
Συσσωρευμένη καύσιμη ύλη
Συνών.
κάψιμο