επικάπνη
(ουσ. θηλ.)
'πικάπινη
[piˈkapini]
Σινασσ.
Από το πρόθμ. επι- και το ουσ. κάπνη, όπου και τύπ. κάπινη, με αποβ. του αρκτ. άτονου [e]. Πβ. μεσν. ρ. ἐπικαπνίζω.
Κάλυμμα της καπνοδόχου.