ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

επικάπνη (ουσ. θηλ.) 'πικάπινη [piˈkapini] Σινασσ. 'πέκαπ' [ˈpekap] Μαλακ. Από το πρόθμ. επι- και το ουσ. κάπνη, όπου και τύπ. κάπινη, με αποβ. του αρκτ. άτονου [e]. Πβ. μεσν. ρ. ἐπικαπνίζω.
1. Κάλυμμα της καπνοδόχου. Σινασσ.
2. Λίθινο κυκλικό επικάλυμμα του φεγγίτη Μαλακ.