επιζωμίζω
(ρ.)
'πιζωμίζω
[pizoˈmizo]
Σινασσ.
Από το πρόθμ. επι- και το αμάρτ. ρ. ζωμίζω (πβ. Πόντ. ζωμίζω και κοινό ν.ε. ξε-ζουμίζω).
Αραιώνω το φαγητό, ρίχνω νερό στο φαγητό που ψήνεται/βράζει