ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

επιζωμίζω (ρ.) 'πιζωμίζω [pizoˈmizo] Σινασσ. Από το πρόθμ. επι- και το αμάρτ. ρ. ζωμίζω (πβ. Πόντ. ζωμίζω και κοινό ν.ε. ξε-ζουμίζω).
Αραιώνω το φαγητό, ρίχνω νερό στο φαγητό που ψήνεται/βράζει
Τροποποιήθηκε: 08/04/2024