ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

επειδή (σύνδ.) επειδή [epiˈði] Μισθ., Ποτάμ. Από τον αρχ. συνδ. ἐπειδή. Η λ. πιθ. από επίδρ. της κοινής ν.ε.
Αιτιολογικός σύνδεσμος που εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις : Επειδή ήσαν οφτωχά και στρώματα δεν είχανε να κοιμηθούνε, είπεν: «Ατσ̑ι̂́λ σουφραγίμ, ατσ̑ι̂́λ» (Επειδή ήταν φτωχοί και δεν είχαν κρεβάτια να κοιμηθούν, είπε: «Άνοιξε, πετσέτα μου, άνοιξε») Ποτάμ. -Dawk. Επειδή ντεν πήιν ασκιάρους, πήραν ντου τσουφάλι τ' (Επειδή δεν πήγε στρατιώτης, τον αποκεφάλισαν) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αματί, αν, από, γιατί, τσούνκι