επειδή
(σύνδ.)
επειδή
[epiˈði]
Μισθ., Ποτάμ.
Από τον αρχ. συνδ. ἐπειδή. Η λ. πιθ. από επίδρ. της κοινής ν.ε.
Αιτιολογικός σύνδεσμος που εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις
:
Επειδή ήσαν οφτωχά και στρώματα δεν είχανε να κοιμηθούνε, είπεν: «Ατσ̑ι̂́λ σουφραγίμ, ατσ̑ι̂́λ»
(Επειδή ήταν φτωχοί και δεν είχαν κρεβάτια να κοιμηθούν, είπε: «Άνοιξε, πετσέτα μου, άνοιξε»)
Ποτάμ.
-Dawk.
Επειδή ντεν πήιν ασκιάρους, πήραν ντου τσουφάλι τ'
(Επειδή δεν πήγε στρατιώτης, τον αποκεφάλισαν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αματί, αν, από, γιατί, τσούνκι