ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

επεγί (αντων.) επεγί [epeˈʝi] Σίλ. έπεγι [ˈepeʝi] Αξ. έπ͑εϊ [ˈepʰei] Τροχ. επ-πεγί [eppeˈʝi] Αραβαν. επεΐ [epeˈi] Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. επέι [eˈpei] Μαλακ., Φλογ. π͑έι [ˈpʰei] Μισθ. Από το τουρκ. επίρρ. epeyi = κάμποσο. Ο τύπ. επέι από το τουρκ. epey = κάμποσο.
1. Κάμποσος, αρκετός ό.π.τ. : Πέρνασαν επ-πεγί μήνες (Πέρασαν κάμποσοι μήνες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Επεΐ άργαdα ποίκις, σών' άλλου (Αρκετές δουλειές έκανες, φτάνει πια) Μισθ. -Φατ. Ξέανε π͑έι άστρα (Βγήκαν αρκετά άστρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήαν επεΐ στράdα (Διάνυσαν κάμποση απόσταση) Τσαρικ. -Καραλ. Κουπώθαν επεΐ κόλλυβα στη (Χύθηκαν κάμποσα κόλλυβα στην γη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Λέσ̑κα έπ͑εϊ πράματα εκεί (Έλεγα αρκετά πράγματα εκεί) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. καμπόσος
2. Ως επίρρ., αρκετά, κάμποσο : Το τσ̑εγ̑' έπεγι πλατύ χ̑τον (Το ποτάμι ήταν κάμποσο πλατύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σου κάτου τη μερέ επεΐ φαθικά δεβαίνει το ποτάμι (Στην κάτω μεριά, κάμποσο βαθιά, περνάει το ποτάμι) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β Να πηάνισ̑κις ντα πράμαδα μπιλέ, επεΐ βοσκιόνdαν, ακούμ' αψά 'νι (Αν πήγαινες τα ζώα τώρα, θα βόσκαγαν αρκετά, είναι ακόμα νωρίς) Μισθ. -Φατ. Ναίκα πέφτ', σ̑ηκούται, ετά πάλ' ανοίινε επεΐ (Η γυναίκα (που κυνηγούσε τα παιδιά) πέφτει, σηκώνεται, αυτά πάλι απομακρύνονται κάμποσο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812