επεγί
(αντων.)
επεγί
[epeˈʝi]
Σίλ.
έπεγι
[ˈepeʝi]
Αξ.
έπ͑εϊ
[ˈepʰei]
Τροχ.
επ-πεγί
[eppeˈʝi]
Αραβαν.
επεΐ
[epeˈi]
Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
επέι
[eˈpei]
Μαλακ., Φλογ.
π͑έι
[ˈpʰei]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίρρ. epeyi = κάμποσο. Ο τύπ. επέι από το τουρκ. epey = κάμποσο.
1. Κάμποσος, αρκετός
ό.π.τ.
:
Πέρνασαν επ-πεγί μήνες
(Πέρασαν κάμποσοι μήνες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Επεΐ άργαdα ποίκις, σών' άλλου
(Αρκετές δουλειές έκανες, φτάνει πια)
Μισθ.
-Φατ.
Ξέανε π͑έι άστρα
(Βγήκαν αρκετά άστρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήαν επεΐ στράdα
(Διάνυσαν κάμποση απόσταση)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Κουπώθαν επεΐ κόλλυβα στη
(Χύθηκαν κάμποσα κόλλυβα στην γη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Λέσ̑κα έπ͑εϊ πράματα εκεί
(Έλεγα αρκετά πράγματα εκεί)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
καμπόσος
2. Ως επίρρ., αρκετά, κάμποσο
:
Το τσ̑εγ̑' έπεγι πλατύ χ̑τον
(Το ποτάμι ήταν κάμποσο πλατύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σου κάτου τη μερέ επεΐ φαθικά δεβαίνει το ποτάμι
(Στην κάτω μεριά, κάμποσο βαθιά, περνάει το ποτάμι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Να πηάνισ̑κις ντα πράμαδα μπιλέ, επεΐ βοσκιόνdαν, ακούμ' αψά 'νι
(Αν πήγαινες τα ζώα τώρα, θα βόσκαγαν αρκετά, είναι ακόμα νωρίς)
Μισθ.
-Φατ.
Ναίκα πέφτ', σ̑ηκούται, ετά πάλ' ανοίινε επεΐ
(Η γυναίκα (που κυνηγούσε τα παιδιά) πέφτει, σηκώνεται, αυτά πάλι απομακρύνονται κάμποσο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812