εξάρι
(ουσ.)
εξ̑άρ'
[eˈkʃar]
Αξ.
Νεότ. ουσ. ἑξάρι = ασημένιο νόμισμα αξίας έξι άσπρων (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το μεσν. αριθμ. ἕξι και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Εξάσφαιρο πιστόλι
Συνών.
αλτουλούχ