ενορία
(ουσ. θηλ.)
ενορία
[enoˈria]
Γούρδ., Σίλ.
ανορία
[anoˈria]
Μισθ.
ανόρια
[aˈnorʝa]
Ουλαγ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐνορία. Ο τύπ. ανορία νεότ. (Λεξ. Κριαρ.).
Ενορία, συνοικία
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ανορία π͑αρασί
(Τα χρήματα της ενορίας˙ η ετήσια εισφορά του κάθε σπιτιού της ενορίας σε χρήμα ή σε είδος)
Μισθ.
-Μακρ.
Πβ.
μαχαλάς