ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ένας (II) (αντων.) Αρσ. ένας [ˈenas] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. εις [is] Σίλ. ειζ [iz] Σίλ. γεις [ʝis] Ανακ., Σίλ. Θηλ. μιά [mɲa] Σίλ., Σινασσ., Φλογ. μία [ˈmia] Φάρασ., Φκόσ. ιμιά [iˈmɲa] Αραβαν., Φλογ. Ουδ. ένα [ˈena] Καππ., Σίλ., Φάρασ. 'να [na] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. α [a] Φάρασ. αν [an] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. αμ [am] Φάρασ. α [a] Αφσάρ., Φάρασ. τἔνα [ˈtena] Σίλ. τἔν' [ten] Φάρασ. τὄνα [ˈtona] Αφσάρ., Καππ. τὄναν [ˈtonan] Αξ., Ουλαγ. Γεν. ενανού [enaˈnu] Ανακ. ένανος [ˈenanos] Ουλαγ. Πληθ. τἄινα [ˈtaina] Αφσάρ., Τσουχούρ. Γεν. ινών [iˈnon] Σίλ. ινώ [iˈno] Σίλ. Από το αρχ. αριθμ. εἷς. Η αντωνυμική λειτουργία ήδη αρχ. (βλ. CGMG: 1042, όπου και η συζήτηση για τις σχετικές εξελίξεις μέχρι και την πρώιμη ΝΕ). Ο τύπ. μιά μεσν., με συνίζ. από το αρχ. θηλ. μία. Ο τύπ. ουδ. ένα ήδη μεταγν., από το αρχ. ουδ. ἕν αναλογ. προς τον αρσεν. ἕνας (βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 13) ή την αιτιατ. ἕνα του αρσεν. εἷς. Ο τύπ. γεις ήδη μεσν., με ανάπτ. αρκτ. [ʝ] κατά την συμπροφ. με τύπ. που έληγαν σε φωνήεν. Ο τύπ. 'να με αποβολή του αρκτ. φων. αρχικώς όταν η επόμενη λέξη έληγε σε φωνήεν. Ο τύπ. α από το 'να με απώλεια φωνολογικής ύλης λόγω περαιτέρω γραμματικοποίησης. Ο τύπ. ιμιά από το μιά με αρκτ. [i] λόγω μετατόπισης των ορίων των μορφημάτων κατά την συμπροφορά με λέξεις που έληγαν σε [i] [-i mɲa > -imɲa > imɲa]. Η φρ. έν-να ένα χόσ' πιθ. δάν. από την τουρκ. φρ. bir hoş olmak. Στην σημ. 3 το τὄνα τὄνα του Ουλαγάτς είναι μεταφρ. δάν. από την τουρκ. φρ. bir birini = ο ένας τον άλλο (βλ. λ. μπιρμπιρινέ).
1. Όταν ο ομιλητής θέλει να αναφερθεί σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα με αόριστο και γενικό τρόπο (χωρίς να τον ενδιαφέρει να τονίσει την έννοια της μονάδας, του ενός σε αντίθεση προς τα πολλά) ή όταν θέλει να αναφερθεί σε ένα όχι γνωστό ή ορισμένο αλλά άγνωστο και αόριστο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ό.π.τ. : Μια μέρα οπ' χουριόν ντου έρσ̑ιτι ειζ άρτουπους (Μια μέρα έρχεται ένας άνθρωπος από το χωριό του) Σίλ. -Dawk. Σο παλό σο ζαμάν' ήτουν αν πατισ̑άχος, είσ̑ιν α υγιός (Τα παλιά τα χρόνια ήταν ένα βασιλιάς, είχε έναν γιο) Αφσάρ. -Dawk. Μαρία κι πήρι τσ̑η γιατούχα, ήπιι ένα νιαρό (Και η Μαρία πήρε το μπουκάλι, ήπιε ένα νερό) Σίλ. -Dawk. Ήτου εις πατισ̑άχης· είσ̑ι μιά μαναχι̂́ κόρη (Ήταν ένας βασιλιάς· είχε μιά μοναχοκόρη) Σίλ. -Dawk. Πήρεν ένα σανdάλια και έκασεν σο πεγάδιν εμbρό (Πήρε μιά καρέκλα και κάθισε μπροστά στο πηγάδι) Τελμ. -Dawk. Ήτουν α νομάτ' σο παλό σο ζαμάνι (Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος τον παλιό καιρό) Αφσάρ. -Dawk. Είδεν α μέγα ξύο (Είδε ένα μεγάλο δέντρο) Φάρασ. -Dawk. Αμούν να ήτον αδέ 'πέσου α νομάτ' (Ίσως να ήταν ένας άνθρωπος εδώ μέσα) Φάρασ. -Dawk. Το βόιδι μου έν' αν αλάς βόιδι (Το βόδι μου είναι ένα βόδι με άσπρες βούλες) Φάρασ. -Dawk. Ήτουνε α νομάτ'ς τσ̑ι α ναίκα τσ̑ι α φσ̑άχι τσ̑ι αν γκόρη (Ήταν ένας άντρας και μιά γυναίκα και ένα αγόρι και ένα κορίτσι) Φάρασ. -Dawk. Να σε δείξω αμ πεγάιδι (Θα σου δείξω ένα πηγάδι) Φάρασ. -Dawk. Γένντσ̑ιν ντ' άλουγού μας τσ̑ι μποίκιν 'να όμουρφου τάι (Γέννησε το άλογό μας και έκανε ένα όμορφο πουλάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Ήτουν ένα ναίκα (Ήταν μιά γυναίκα) Τελμ. -Dawk. Α φορά ήρτα σα τσ̑αβαβάρι ιράστα (Μια φορά έπεσα πάνω σε ένα τέρας) Φάρασ. -Bağr. Χελ τω ινώ ντους (Ο καθένας απ' αυτούς) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φεύγει, παγαίν̑ει πολ̑ύ μακρά 'ς τἔνα χουριό (Πηγαίνει σ'ένα πολύ μακρινό χωριό) Σίλ. -Dawk. 'τον πεθανίσ̑κεν ο γεις, μάειρευες εκεί σο σπίτ', μάειρευαν 'ειτόνισσες (Όταν πέθαινε κάποιος, μαγείρευες σ' εκείνο το σπίτι, μαγείρευαν οι γειτόνισσες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Έναν γκαιρό (Έναν καιρό˙ κάποιον καιρό, κάποτε) Φλογ. -Dawk. Ο γεις (Ο ένας˙ κάποιος) Ανακ. -Cost. || Παροιμ. 'ς το κάτ' το μαχαλά είπα 'να ψέμα, 'ς τ' απάν' το μαχαλά πίστεψά το κι εγώ (Στον κάτω μαχαλά είπα ένα ψέμα, στον απάνω μαχαλά το πίστεψα κι εγώ˙ είπα ένα ψέμα τόσο αληθοφανές που τελικά γρήγορα το πίστεψα κι εγώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Γιαννάκη μ' να 'χες μάνα, νά 'χες κι αδελφή, για νά 'χες μιά καλίτζα να σε έκλαιε (Γιαννάκη μου να είχες μάνα ή κι αδελφή, ή να 'χες μιά κοπέλα να σε έκλαιγε) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κανείς, τσινάς :1
2. (σε συνδυασμό με το οριστ. άρθρ.) με επιμεριστική σημασία ό.π.τ. : Έισ̑καν ερυό φσ̑άγια· τὄνα λέισ̑καν ντο %iΑνάσ̑α%i γκαι τὄνα %iΑνασ̑τάς%i (Είχαν δύο παιδιά· το ένα το λέγαν Αναστασία και το άλλο Αναστάση) Ουλαγ. -Κεσ. Με τὄναν ντο μπουινούζι μ' να σε φέρω μέλ' (Με το ένα κέρατό μου θα σου φέρνω μέλι) Ουλαγ. -Κεσ. Το ένα Σάββατο ξέβην τὀνανού θανή, τ’ άλλο το Σάββατο ξέβην τ’ αλλονού (Το ένα Σάββατο έγινε η κηδεία του ενός, το άλλο Σάββατο έγινε η κηδεία του άλλου) Ανακ. -Cost. Ήχ̑ταν ντυό μπαιντιά ορφανά αζ' μάνα, τὄνα παιγί και τ' άλλο κορίτσ̑' (Ήταν δυο παιδιά ορφανά από μάνα, το ένα αγόρι και το άλλο κορίτσι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σο ένα σο μέρο κάθονται τα γιριές, σο ένα σο μέρο τα άντρες κάθονται (Στην μιά πλευρά κάθονται οι γέροι και στην άλλη πλευρά κάθονται οι (μη ηλικιωμένοι) άντρες) Ανακ. -Cost. Τἔινα το φίδι τσ̑αι τἔινα το κορίτζι, πήραν ντα (Ο ένας πήρε το φίδι και ο άλλος το κορίτσι) Αφσάρ. -Dawk. Ατιά ποίκ' ντα τέσσερα τιλίμε· φά' 'σύ τὄινα το τιλίμι, δώσ' τσ̑αι τ' άβγο σου αν τιλίμι, τσ̑αι το τάι σου (Κόψ' το σε τέσσερα κομμάτια· φάε εσύ το ένα το κομμάτι, δώσε και στο άλογό σου ένα κομμάτι, και (άλλο ένα) στο πουλάρι σου) Φάρασ. -Dawk. Γιαβρού μου, πήγεν ντὄινα σας· έφεν ντα αdζ̑είν' η κ̔αχbέσα (Παιδί μου, πήγε ένας από εσάς και εκείνο το γύναιο τον κέρδισε) Φάρασ. -Dawk. Ένα Κερεκή ας ντο φυλάξ' τὄνα μας, ένα Κερεκή ας ντο φυλάξ' τὄνα μας γκαι ένα Κερεκή ένα μας (Μια βδομάδα να την φυλά ο ένας μας, μιά βδομάδα ο άλλος μας και μιά βδομάδα ο τρίτος από μας) Ουλαγ. -Κεσ. Ήρταν τα σεράνdα τα κλέφτ'· πάλιωσεν τοὐνανού το κουνdούρα (Ήρθαν οι σαράντα κλέφτες· του ενός πάλιωσε το παπούτσι) Σίλατ. -Dawk. Φέρ' τα τρία 'ς ένα τόπος, φέρ' το μαχαίρ'· τὀνανού κόφτει το μύντα τ', και τὀνανού κόφτει τ' ωdί τ', και τὀνανού ξουρίσ̑' τα μπι̂ΐχια (Πηγαίνει τους τρεις (μεθυσμένους φρουρούς) σ' ένα μέρος, φέρνει το μαχαίρι· του ενός κόβει την μύτη του, και του άλλου κόβει το αφτί του, και του άλλου του ξυρίζει τα μουστάκια) Φλογ. -Dawk. Ήταν ερυό αβτζ̑ήα· τὄνανου ντο καργιά έμη ντο γιάβολος (Ήταν (κάποτε) δυο κηνυγοί· στην καρδιά του ενός μπήκε ο διάβολος) Ουλαγ. -Κεσ. Οπ' ντουλάπι ξεβαίν̑ει ειζ άρτουπους μι τἔνα τσ̑ουβάλι αλτούνια (Απ' το ντουλάπι βγαίνει ένας άνθρωπος μ' ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα ) Σίλ. -Dawk. 'σ' τα τέσσερά τουν τα̈́ινα ήτουν πολύ αχ̇ιλ-λούς (Από τα τέσσερά παιδιά, το ένα ήταν πολύ έξυπνο) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Φρ. Ένα-ένα (Ένα-ένα˙ λεπτομερειακά, το καθένα ξεχωριστά) Ουλαγ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. άλλος
3. (ως χρον. προσδιορισμός) μιά φορά, κάποτε Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ. : Ιμιά ένα πατισ̑άχος είχε ιρυό κορίτσ̑α (Μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς είχε δυο κόρες) Αραβαν. -Dawk. Τὄινα τη μία πιέσαν λήτεψαν τις τσ̑οπάνοι (Μια φορά πιάσανε και δέσανε τους τσοπάνους) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Ένα σην Πόλ' πήα (Κάποτε πήγα στην Πόλη) Ανακ. -Cost. Εγώ σο σόνα σο σεράιχ' ήρτα ̇ έλα και μιά εσ̑ύ σο μόνα (Εγώ στο δικό σου το παλάτι ήρθα ̇ έλα κι εσύ μιά φορά στο δικό μου) Τελμ. -Dawk. Ατο τη μία σ’ ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακσαχαλλούς κεχαγιάς (Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας αθυρόστομος ασπρογένης άρχοντας) Φκόσ. -Παπαδ. Συνών. μπάζου, σάγνες
4. ως αλληλοπαθητική αντωνυμία (ενίοτε σε συνδυασμό με το άλλος και με το από) ό.π.τ. : Μαγραώνουν τα̈́ινα μο τε τ'άβου τσ̑αι κρούεντι (Μαλώνουν ο ένας με τον άλλο και χτυπιούνται) Αφσάρ. -Αναστασ. Από ένα τ' άλλο κακό δεν κανίσ̑καμ' (Δεν κάναμε κακό ο ένας στον άλλο) Ανακ. -Cost. Τὄνα τὄνα φάισέν ντο (Ο ένας χτύπησε τον άλλο) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Τὄναν το χέρ' πλυνίσ̑κ' τ' άλλο, τα ντυό χέρια πλυνίσ̑κ'νε το πρόσωπο (Το' να χέρι πλένει τ' άλλο και τα χέρια πλένουν το πρόσωπο˙ τ'να χέρι νίβει τ'άλλο και τα δυο το πρόσωπο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. απεναντάλλο, ένας, μπιρμπιρινέ