έναγας
(επίρρ.)
έναγας
[ˈenaɣas]
Φερτάκ.
έναγατις
[ˈenaɣas]
Φερτάκ.
έναqι̂ς
[ˈenaqɯs]
Φλογ.
Από το αριθμ. ένας, ουδ. ένα, και το χρον. επίρρ. γνες, αναλογ. κατά το άλλαγνες > άλλαγας. Πβ. γνες, άλλαγνες. Ο τύπ. έναγατις από *έναγατες, αναλογ. προς το κάποτε, κάποτες.
Πβ.
γνες,
αλλαγνιά
Μια φορά, κάποτε
ό.π.τ.