εμπρινός
(επίθ.)
ομbρινός
[ombriˈnos]
Γούρδ.
ομbρονός
[ombroˈnos]
Ανακ.
Από το επίρρ. εμπρός, όπου και τύπ. ομbρό, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός. Ο τύπ. ομbρονός με αφομ.
Μπροστινός
ό.π.τ.
:
Ομbρονά δόνια
(Μπροστινά δόντια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.