εμπροστά
(επίρρ.)
εμbροστά
[embroˈsta]
Σινασσ., Τελμ.
ομbροστά
[ombrosˈta]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ.
μπροστά
[broˈsta]
Ανακ.
προστά
[proˈsta]
Ανακ.
Από το μεσν. επιρρ. ἐμπροστά.
1. Μπροστά
ό.π.τ.
:
Πήγε κι άλλα ομbροστά
(Πήγε πιο μπροστά)
Ποτάμ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Kαλή σ’ έν’ ομbροστά σ’ καλή κι οπίσω σε χαλάει
(H καλή σου μπροστά σου είναι καλή και πίσω σου σε καταστρέφει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
εμπρός
2. Πριν
Ανακ., Τελμ.
:
Μάης πούρμη να μει, δυό τρία μέρες ομbροστά αν κε βρέισ̑κεν, σπέρνιξαν τα φασόλια
(Πριν μπει ο Μάης, δυο-τρεις μέρες πριν αν δεν έβρεχε, έσπερναν τα φασόλια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πεντακόσ̑α, οχτακόσ̑α χρόνους ομbροστά σκότωσαν τα Χριστιανοί
(Πεντακόσια, οκτακόσια χρόνια πριν σκότωσαν τους Χριστιανούς)
Ανακ.
-Cost.