ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έμπα (ουσ. ουδ.) έμbα [ˈemba] Τελμ. σέμα [ˈsema] Σινασσ. Μεσν. ουσ. ἔμπα (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από την προστακτ. του ρ. ἐμβαίνω > μπαίνω. Ο τύπ. σέμα με συμφυρμό από το ρ. εἰσβαίνω. Πβ. έβγα
Είσοδος, αρχή : Σέμα του μηνός (Αρχή του μήνα) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. 'ς όμbαν έκοψε ριμιά, και 'ς όβγα χλωρορίμια
και τους χίλιους έσφαξε, και τους μίλιους αφήκε
Να σε ιδώ, Πόρφυρε, να μη χαρείς τον κόσμον
αν αφήσεις ένα τυφλόν, ένα κουψόν, ένα μονογιανάτον
(Στο έμπα έκοψε πολλούς, στο έβγα περισσότερους,
και τους χίλιους έσφαξε, τους μύριους άφησε
Να σε δω, Πορφύρη, να μην χαρείς τον κόσμο
αν αφήσεις έστω κι έναν τυφλό, έναν κουτσό, έναν μονόχειρα)
Τελμ. -Lag.
Συνών. μαίνσιμο, μίνημα