ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμίρι (ουσ. ουδ.) εμίρι [eˈmiri] Φάρασ. εμίρ' [eˈmir] Αξ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ. έμρι [ˈemri] Αραβαν., Σίλ., Φάρασ. έμbρι [ˈembri] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. emr, όπου και τύπ. emir.
Διαταγή ό.π.τ. : Δίν' εμίρ' (Δίνει διαταγή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο βασιλός δώτσ̑ε εμίρι να 'ινεί τακκικάτι (Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να γίνει ανάκριση) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δίν' εμίρ', παρτσ̑αλατούν και το Κελ-ογλάν (Δίνει διαταγή, κομματιάζουν και τον Κασιδιάρη) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντο κορίτσ̑' έdεκε εμίρ' να μουν ντo κελλέρ' (Το κορίτσι έδωσε διαταγή να μπουν στο κελλάρι) Ουλαγ. -Κεσ. Tου θεού ντο έμρι, πεγαμbερού ντο κ͑άβλι (Του Θεού η βούληση, το ρητό του Προφήτη) Φάρασ. -Dawk. Δώκα έμρι να παρσευτείς (Σου έδωσα εντολή να πλυθείς) Φάρασ. -Bağr. Ποίκαν το καdζ̑ί τζ̑', ο βασιλός δώτζ̑' έμbρι να πασ̑λατίσ' ο γάμος (Έδωσαν λόγο και ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να αρχίσει ο γάμος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το ντιλκίς, έdωκαν ντο ένα έμρι κι εκείνο έdωκε ντο σο γουιρούχ̑ι τ' (Έδωσαν διαταγή στην αλεπού κι εκείνη την έδωσε στην ουρά της˙ για διαταγή η οποία μετακυλίει σε διαφορετικούς υπευθύνους χωρίς να πραγματοποιείται ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κιτάπι, όρισμα :1, τεμπίχι, φερμάνι